Ο Bartolomeo Minio proveditore e capitano a Napoli di Romania έγραφε το Μάρτη του 1483 προς το Senato, e ad altri:
«… Οι Τούρκοι διεκδικούν από εμάς ορισμένους τόπους, που ονομάζονται Ίρια και Κάνδια, οι οποίοι περιέχονται στο territorio αυτής της γής, αφού βρίσκονται μεταξύ Ναυπλίου, Ερμιόνης (Castri) και Θερμισίου, που πάντα κατείχαμε και κατέχουμε μέχρι σήμερα».
Το 1540 η Ναυπλία πέφτει στα χέρια των Τούρκων (α΄ τουρκική κυριαρχία για τη Ναυπλία) και το 1686 την κατακτούν και πάλι οι Ενετοί, (β΄ Ενετική κυριαρχία) στους οποίους παραμένει μέχρι το 1715.
Στο επόμενο χρονικό διάστημα βρίσκεται και πάλι στα χέρια των Τούρκων (β΄ Τουρκοκρατία) μέχρι την απελευθέρωσή της κατά την Ελληνική επανάσταση το 1822. Μετά την απομάκρυνση των Τούρκων, μεγάλα κομμάτια γης και οικισμοί ολόκληροι περιέχονται στο Ελληνικό Δημόσιο. Αυτό ακριβώς έγινε και με τους οικισμούς των Ιρίων και της Κάντιας.

Και το κομμάτι αυτό της γης «Ζευγολατείον της Κάνδια» πουλήθηκε από την προσωρινή διοίκηση της Ελλάδος το 1826, «… δια την κατεπείγουσαν ανάγκην της ενισχύσεως του αγώνος του Μεσολογγίου…».

Ανάμεσα στα κτίρια του οικισμού της Κάντιας υπήρχε, το πυργόσπιτο, οχυρωμένο σπίτι περισσότερο, παρά Πύργος, μ’ όλο που οι ντόπιοι συνηθίζουν ακόμα και σήμερα να το λένε «Πύργο».
Κάποιοι θυμούνται ακόμη την τελευταία «κυρά του Πύργου», ήταν η κυρά Ελένη Ιατρίδου που κατοικούσε στον Πύργο και στα γύρω σπίτια ζούσαν οι βοηθοί της και γίνονταν οι βοηθητικές εργασίες του σπιτιού της.

Η ύδρευση του οικισμού γινόταν από πηγάδι που βρισκόταν στο πλάτωμα μεταξύ των κτισμάτων. Εκκλησία βρίσκεται σε απόσταση 200 μ. περίπου ανατολικά από το Πυργόσπιτο, και πάνω στους απότομους λόφους προς την ίδια κατεύθυνση με την αρχαία ακρόπολη.

Οι χώροι του Πυργόσπιτου ήταν λίγοι, οι πιο απαραίτητοι για τις ανάγκες της ζωής και η οχύρωση του σημαντική. Οι αναλογίες του διαφέρουν από εκείνες των Πύργων των Ιρίων. Το πλάτος του είναι σχεδόν το ίδιο, είναι όμως πολύ πιο μακρύ, και πολύ πιο χαμηλό απ’αυτούς. Η πυργοειδής μορφή του τονίζεται όχι τόσο από τις ψηλές αναλογίες του, όσο από την ιδιαίτερη προσπάθεια οχυρώσεώς του.

Εσωτερική επικοινωνία με τον όροφο δεν υπήρχε. Η σκάλα που οδηγούσε σ’ αυτόν, είναι εξωτερική, λιθόκτιστη, ευθύγραμμη, σχεδόν κάθετη στο πλατύ μέτωπο του κτιρίου. Σώζεται ακέραια και μας δίνει σημαντικά στοιχεία για τον τρόπο κατασκευής και λειτουργίας της ξύλινης κινητής γέφυρας που την σύνεδεε με το κτίριο. Το ίδιο συμβαίνει και με την είσοδο στον όροφο.

Μπαίνοντας, αριστερά βρίσκεται το καλοκαιρινό δωμάτιο, χωρίς τζάκι, με προσανατολισμό προς το βορειά κυρίως και πολλά ανοίγματα παραθύρων.
Δεξιά μπαίνοντας, βρισκόταν το χειμωνιάτικο, το μεγαλύτερο δωμάτιο με τζάκι και δάπεδο ξύλινο. Δεχόταν τον ήλιο απ’την ανατολή, μεσημβρία και δύση με μεγάλα ανοίγματα και προς τις τρεις κατευθύνσεις.
Σήμερα υπάρχει τοίχος, μήκους 6,00 μ. περίπου, που σχηματίζει στενό διάδρομο μπροστά στην είσοδο, με επικοινωνία προς τα δύο κύρια δωμάτια, μεταγενέστερης απ’ ότι φαίνεται κατασκευής.
Οι αναλογίες των χώρων και η σχέση του στο Πυργόσπιτο αυτό μας θυμίζουν συνηθισμένο τύπο λαϊκού σπιτιού, αν σταθούμε μόνο στη μορφολογία της κατόψεως και παραβλέψουμε τη χρήση του χώρου της προεξοχής.
Η κάλυψη του κτιρίου γινόταν με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη, που σήμερα έχει καταστραφεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της.

Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό πως τέτοια πυργόσπιτα είχαν καθαρά οχυρωματικό ρόλο μέσα σε μικρούς αγροτικούς οικισμούς ιδιαίτερα σε τέτοιες εύφορες περιοχές, όπως ήταν η Κάντια.

Περίληψη από το άρθρο ΤΗΣ ΝΊΚΗΣ ΖΑΜΕΝΟΠΟΎΛΟΥ – “Πυργόσπιτα σε μικρούς οικισμούς στην περιοχή της Ναυπλίας”.

Share.

Comments are closed.

Exit mobile version